- ἐκκλητικός
- ἐκκλητικόςprovocativemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκκλητικός — ἐκκλητικός, ή, όν (Α) προκλητικός, ερεθιστικός … Dictionary of Greek
ἐκκλητικά — ἐκκλητικός provocative neut nom/voc/acc pl ἐκκλητικά̱ , ἐκκλητικός provocative fem nom/voc/acc dual ἐκκλητικά̱ , ἐκκλητικός provocative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλητική — ἐκκλητικός provocative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλητικῶς — ἐκκλητικός provocative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκλητικαί — αἱ, Μ κατηγορητήριες επιστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλητικός «προσβλητικός, χλευαστικός» (< ἐκκαλῶ «καταγγέλλω, μηνύω»)] … Dictionary of Greek